αξόφλητος

αξόφλητος
-η, -ο
ανεξόφλητος: Ο λογαριασμός ήταν ακόμη αξόφλητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”